γραμμική

γραμμική
γραμμικός
linear
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γραμμική παραμόρφωση — Κάθε μορφή παραμόρφωσης κατά την οποία δεν εμφανίζονται στην έξοδο της ηλεκτρονικής διάταξης συχνότητες διαφορετικές από τη συχνότητα εισόδου. Γραμμική ανόρθωση λέγεται εξάλλου η ανόρθωση κατά την οποία οι μεταβολές του συνεχούς ρεύματος εξόδου… …   Dictionary of Greek

  • γραμμική διαφορική εξίσωση — Διαφορική εξίσωση στην οποία η άγνωστη συνάρτηση και οι παράγωγοί της εμφανίζονται μόνο στον πρώτο βαθμό. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η διαφορική εξίσωση ονομάζεται μη γραμμική. Η γενική μορφή της γ.δ.ε. είναι: y(n) + e1(x)y(n 1) + e2(x)y(n 2),..., + …   Dictionary of Greek

  • γραμμική εξάρτηση — Τα διανύσματα x1, x2... xm λέγονται γραμμικώς εξαρτημένα εάν υπάρχει ένα σύνολο αριθμών λ1, λ2 .... λm (όχι όλοι ίσοι με το μηδέν) τέτοιο ώστε να ικανοποιείται η διανυσματική εξίσωση: λ1x1 + .... λm xm = 0. Σε αντίθετη περίπτωση τα διανύσματα… …   Dictionary of Greek

  • γραμμική συνάρτηση — Συνάρτηση στην οποία οι μεταβλητές εμφανίζονται μόνο στον πρώτο βαθμό και δεν υπάρχουν γινόμενα των μεταβλητών μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η συνάρτηση των x και ψ, f(x,ψ) = x + 5ψ + 1 είναι γραμμική ως προς x και ψ, ενώ η φ(x,ψ) = x + 2ψ + 3xψ… …   Dictionary of Greek

  • γραμμική σχέση — Η σχέση μεταξύ διαφόρων μεταβλητών που εκφράζεται από μια γραμμική εξίσωση ανάμεσα στις διάφορες αυτές μεταβλητές …   Dictionary of Greek

  • γραμμικῇ — γραμμικός linear fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμική γραφή — Αρχαία συλλαβογραφική γραφή που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Κρήτης. Διακρίνεται σε γ.γ. Α και σε γ.γ. Β. γ. γ. A. Η γραφή αυτή ήταν σε χρήση από τον 18o έως τον 15o αι. π.Χ. Τη χρησιμοποιούσαν για τις εμπορικές τους συναλλαγές και τη γραφή… …   Dictionary of Greek

  • γραμμική παρεμβολή — Μέθοδος προσέγγισης μιας πραγματικής συνάρτησης f(x) με ένα πολυώνυμο (πολυώνυμο παρεμβολής). Αν θεωρήσουμε δύο διαφορετικούς πραγματικούς αριθμούς χ0, χ1 και υποθέσουμε ότι η f(χ) είναι ορισμένη σε αυτά τα σημεία, τότε το πολυώνυμο Ρ(χ) που… …   Dictionary of Greek

  • γραμμική ταχύτητα — Η απόσταση που διανύει στη μονάδα του χρόνου ορισμένο σημείο ενός σώματος που περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”